ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ Ορολογία

ΟΔΟΝΤΙΑΤΡΙΚΗ Ορολογία

Για να σας διευκολύνουμε στην κατανόηση των άρθρων συντάξαμε ένα συνοπτικό λεξικό των συχνότερων οδοντιατρικών όρων που θα συναντήσετε στην ιστοσελίδα μας.

Άγκιστρο: είναι το  “γαντζάκι” που συνδέεται με το δόντι και συμβάλλει στη συγκράτηση μίας μερικής οδοντοστοιχίας

Αδαμαντίνη (σμάλτο): η σκληρή και λευκή ουσία που καλύπτει εξωτερικά τη μύλη του  δοντιού.

Ακροριζεκτομή:  χειρουργική επέμβαση που γίνεται στο άκρο της ρίζας ενός δοντιού προκειμένου να εξαλείψουμε  μία υπάρχουσα φλεγμονή.

Αμάλγαμα: ένα από τα  υλικά που χρησιμοποιούμε για την έμφραξη του δοντιού και αποτελείται από κράμα μετάλλων.

Αμμοβολή: μία  τεχνική που εφαρμόζεται για την αφαίρεση των χρωστικών των δοντιών. 

Ανατολή δοντιών: η διαδικασία εμφάνισης ενός δοντιού στη στοματική κοιλότητα.

Ανιχνευτήρας: μυτερό οδοντιατρικό εργαλείο το οποίο χρησιμοποιούμε για να εξετάζουμε τις επιφάνειες των δοντιών.

Απόξεση φατνίου: η αφαίρεση του νεκρωμένου ιστού από το εσωτερικό ενός φατνίου.

Αποτρύγωση:  ο επαγγελματικός καθαρισμός των δοντιών.

Απόστημα (οδοντικό): η φλεγμονή που συνήθως προσβάλλει ένα δόντι με προχωρημένη τερηδόνα. Συχνά συνοδεύεται από οίδημα (πρήξιμο) και άλλα δυσάρεστα συμπτώματα.

Απόστημα (περιοδοντικό): παρόμοια με την παραπάνω φλεγμονή αλλά συνήθως πιο ήπιας μορφής. Δεν οφείλεται σε τερηδόνα αλλά σε φλεγμονή του περιοδοντίου.

Βιοψία: η αφαίρεση μικρού τεμαχίου ενός ιστού προκειμένου να εξεταστεί στο μικροσκόπιο.

Βρουξισμός: το σφίξιμο των δοντιών, συνήθως κατά τη διάρκεια του ύπνου.

Γέφυρα: μία κατασκευή που αντικαθιστά ένα ή περισσότερα ελλείποντα δόντια.

Γνάθος: το σαγόνι. Διακρίνεται σε άνω και κάτω γνάθο.

Γομφίοι (τραπεζίτες): μία από τις 4 ομάδες των δοντιών .

Back to Top
Close Zoom
Δεν επιτρέπεται το δεξί κλικ...